- όρημι
- ὄρημι (Α)(αιολ.τ.) βλ. ορώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
ποθόρημι — Α (δωρ. τ.) προσορῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ὄρημι / ὅρημι, αιολ. τ. τού ρ. ὁρῶ] … Dictionary of Greek
u̯er-8 (*su̯er-) — u̯er 8 (*su̯er ) English meaning: to observe, pay attention Deutsche Übersetzung: “gewahren, achtgeben” Material: Gk. only Fορ , with spiritus asper ὁρ : Hom. ἐπὶ ὄρονται ‘sie beaufsichtigen”, ὅρει ψυλάσσει Hes., u̯orós in… … Proto-Indo-European etymological dictionary